Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
ὀπάζω
View word page
ὀξυτόρος
ὀξυτόρος ὀξῠ-τόρος, ον, piercing, pointed, πίτυς ὀξ. the pine with its sharp spines, Anth.

ShortDef

piercing, pointed

Debugging

Headword:
ὀξυτόρος
Headword (normalized):
ὀξυτόρος
Headword (normalized/stripped):
οξυτορος
IDX:
23354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23378
Key:
o)cuto/ros

Data

{'content': 'ὀξυτόρος\n ὀξῠ-τόρος, ον,\n piercing, pointed, πίτυς ὀξ. the pine with its sharp spines, Anth.', 'key': 'o)cuto/ros'}