Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
View word page
ὀξύτονος
ὀξύτονος ὀξύτονος, ον, sharp-sounding, piercing, of sound, Soph. oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.
ShortDef
sharp-sounding, piercing
Debugging
Headword:
ὀξύτονος
Headword (normalized):
ὀξύτονος
Headword (normalized/stripped):
οξυτονος
IDX:
23353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23377
Key:
o)cu/tonos
Data
{'content': 'ὀξύτονος\n ὀξύτονος, ον,\n sharp-sounding, piercing, of sound, Soph.\n oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.', 'key': 'o)cu/tonos'}