Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
View word page
ὀξυτόμος
ὀξυτόμος ὀξῠ-τόμος, ον, τέμνω sharp-cutting, keen, Pind.

ShortDef

sharp-cutting, keen

Debugging

Headword:
ὀξυτόμος
Headword (normalized):
ὀξυτόμος
Headword (normalized/stripped):
οξυτομος
IDX:
23352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23376
Key:
o)cuto/mos

Data

{'content': 'ὀξυτόμος\n ὀξῠ-τόμος, ον,\n τέμνω\n sharp-cutting, keen, Pind.', 'key': 'o)cuto/mos'}