Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
View word page
ὀξύστομος
ὀξύστομος ὀξύ-στομος, ον, στόμα sharp-toothed, sharp-fanged, Aesch.; of a gnat, Ar.:—of a sword, sharp-edged, Eur.

ShortDef

sharp-toothed, sharp-fanged

Debugging

Headword:
ὀξύστομος
Headword (normalized):
ὀξύστομος
Headword (normalized/stripped):
οξυστομος
IDX:
23350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23374
Key:
o)cu/stomos

Data

{'content': 'ὀξύστομος\n ὀξύ-στομος, ον,\n στόμα\n sharp-toothed, sharp-fanged, Aesch.; of a gnat, Ar.:—of a sword, sharp-edged, Eur.', 'key': 'o)cu/stomos'}