Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
View word page
ὀξύρροπος
ὀξύρροπος ὀξύρ-ροπος, ον, ῥέπω turning quickly, of a delicate balance: metaph., ὀξ. πρὸς τὰς ὀργάς sudden and quick to anger, Plat.; ὀξ. θυμός sudden anger, Plat.

ShortDef

turning quickly

Debugging

Headword:
ὀξύρροπος
Headword (normalized):
ὀξύρροπος
Headword (normalized/stripped):
οξυρροπος
IDX:
23348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23372
Key:
o)cu/rropos

Data

{'content': 'ὀξύρροπος\n ὀξύρ-ροπος, ον,\n ῥέπω\n turning quickly, of a delicate balance: metaph., ὀξ. πρὸς τὰς ὀργάς sudden and quick to anger, Plat.; ὀξ. θυμός sudden anger, Plat.', 'key': 'o)cu/rropos'}