Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
View word page
ὀξυρεπής
ὀξυρεπής ὀξῠ-ρεπής, ές ῥέπω = ὀξύρροπος, Pind.
ShortDef
delicately poised, swiftly shifting balance
Debugging
Headword:
ὀξυρεπής
Headword (normalized):
ὀξυρεπής
Headword (normalized/stripped):
οξυρεπης
IDX:
23347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23371
Key:
o)cureph/s
Data
{'content': 'ὀξυρεπής\n ὀξῠ-ρεπής, ές\n ῥέπω\n = ὀξύρροπος, Pind.', 'key': 'o)cureph/s'}