ὀξύπτερος
ὀξύπτερος
ὀξύ-πτερος, ον,
πτερόν
swift-winged:— τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.
{
"content": "ὀξύπτερος\n ὀξύ-πτερος, ον,\n πτερόν\n swift-winged:— τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.",
"key": "o)cu/pteros"
}