Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
View word page
ὀξύπρῳρος
ὀξύπρῳρος ὀξύ-πρῳρος, ον, πρῴρα sharp-pointed, Aesch.

ShortDef

sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξύπρῳρος
Headword (normalized):
ὀξύπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
οξυπρωρος
IDX:
23345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23369
Key:
o)cu/prw|ros

Data

{'content': 'ὀξύπρῳρος\n ὀξύ-πρῳρος, ον,\n πρῴρα\n sharp-pointed, Aesch.', 'key': 'o)cu/prw|ros'}