Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
View word page
ὀξύπους
ὀξύπους ὀξύ-πους, swift-footed, Eur.
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ὀξύπους
Headword (normalized):
ὀξύπους
Headword (normalized/stripped):
οξυπους
IDX:
23344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23368
Key:
o)cu/pous
Data
{'content': 'ὀξύπους\n ὀξύ-πους,\n \n swift-footed, Eur.', 'key': 'o)cu/pous'}