Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
View word page
ὀξύπεινος
ὀξύπεινος ὀξύ-πεινος, ον, πεῖνα ravenously hungry, Cic.

ShortDef

ravenously hungry

Debugging

Headword:
ὀξύπεινος
Headword (normalized):
ὀξύπεινος
Headword (normalized/stripped):
οξυπεινος
IDX:
23342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23366
Key:
o)cu/peinos

Data

{'content': 'ὀξύπεινος\n ὀξύ-πεινος, ον,\n πεῖνα\n ravenously hungry, Cic.', 'key': 'o)cu/peinos'}