Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
View word page
ὀξυπαγής
ὀξυπαγής ὀξῠ-πᾰγής, ές πήγνυμι sharp-pointed, Anth.

ShortDef

sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξυπαγής
Headword (normalized):
ὀξυπαγής
Headword (normalized/stripped):
οξυπαγης
IDX:
23341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23365
Key:
o)cupagh/s

Data

{'content': 'ὀξυπαγής\n ὀξῠ-πᾰγής, ές\n πήγνυμι\n sharp-pointed, Anth.', 'key': 'o)cupagh/s'}