Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
View word page
ὀξυντήρ
ὀξυντήρ a sharpener, Anth. from ὀξύνω
ShortDef
a sharpener
Debugging
Headword:
ὀξυντήρ
Headword (normalized):
ὀξυντήρ
Headword (normalized/stripped):
οξυντηρ
IDX:
23338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23362
Key:
o)cunth/r
Data
{'content': 'ὀξυντήρ\n a sharpener, Anth.\n \n from ὀξύνω', 'key': 'o)cunth/r'}