Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξύπτερος
ὀξυρεπής
View word page
ὀξύμολπος
ὀξύμολπος ὀξύ-μολπος, ον, μέλπω clear-singing, Aesch.

ShortDef

clear-singing

Debugging

Headword:
ὀξύμολπος
Headword (normalized):
ὀξύμολπος
Headword (normalized/stripped):
οξυμολπος
IDX:
23337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23361
Key:
o)cu/molpos

Data

{'content': 'ὀξύμολπος\n ὀξύ-μολπος, ον,\n μέλπω\n clear-singing, Aesch.', 'key': 'o)cu/molpos'}