Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
View word page
ἀναμασάομαι
ἀναμασάομαι Dep. to chew over again, ruminate, Ar
ShortDef
to chew over again, ruminate
Debugging
Headword:
ἀναμασάομαι
Headword (normalized):
ἀναμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμασαομαι
IDX:
2335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2336
Key:
a)namasa/omai
Data
{'content': 'ἀναμασάομαι\n Dep. to chew over again, ruminate, Ar', 'key': 'a)namasa/omai'}