Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
View word page
ὀξυμέριμνος
ὀξυμέριμνος ὀξῠ-μέριμνος, ον, μέριμνα keenly studied, Ar.
ShortDef
keenly studied
Debugging
Headword:
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized):
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized/stripped):
οξυμεριμνος
IDX:
23335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23359
Key:
o)cume/rimnos
Data
{'content': 'ὀξυμέριμνος\n ὀξῠ-μέριμνος, ον,\n μέριμνα\n keenly studied, Ar.', 'key': 'o)cume/rimnos'}