Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
ὀξύπους
View word page
ὀξυμαθής
ὀξυμαθής ὀξῠ-μᾰθής, ές μανθάνω learning quickly.
ShortDef
learning quickly
Debugging
Headword:
ὀξυμαθής
Headword (normalized):
ὀξυμαθής
Headword (normalized/stripped):
οξυμαθης
IDX:
23334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23358
Key:
o)cumaqh/s
Data
{'content': 'ὀξυμαθής\n ὀξῠ-μᾰθής, ές\n μανθάνω\n learning quickly.', 'key': 'o)cumaqh/s'}