Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
ὀξυπευκής
View word page
ὀξυμάθεια
ὀξυμάθεια ὀξῠμάθεια, ἡ, quickness at learning, Strab. from ὀξῠμᾰθής

ShortDef

quickness at learning

Debugging

Headword:
ὀξυμάθεια
Headword (normalized):
ὀξυμάθεια
Headword (normalized/stripped):
οξυμαθεια
IDX:
23333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23357
Key:
o)cuma/qeia

Data

{'content': 'ὀξυμάθεια\n ὀξῠμάθεια, ἡ,\n quickness at learning, Strab.\n from ὀξῠμᾰθής', 'key': 'o)cuma/qeia'}