Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
ὀξύπεινος
View word page
ὀξυλάλος
ὀξυλάλος ὀξῠ-λάλος (ᾰ), ον, glib of tongue, Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀξυλάλος
Headword (normalized):
ὀξυλάλος
Headword (normalized/stripped):
οξυλαλος
IDX:
23332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23356
Key:
o)cula/los
Data
{'content': 'ὀξυλάλος\n ὀξῠ-λάλος (ᾰ), ον,\n glib of tongue, Ar.', 'key': 'o)cula/los'}