Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
ὀξυόεις
ὀξυπαγής
View word page
ὀξυλαβέω
ὀξυλαβέω ὀξῠ-λᾰβέω, fut. -ήσω λαμβάνω to seize quickly: to seize an opportunity, Xen.

ShortDef

to seize quickly: to seize an opportunity

Debugging

Headword:
ὀξυλαβέω
Headword (normalized):
ὀξυλαβέω
Headword (normalized/stripped):
οξυλαβεω
IDX:
23331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23355
Key:
o)culabe/w

Data

{'content': 'ὀξυλαβέω\n ὀξῠ-λᾰβέω,\n fut. -ήσω\n λαμβάνω\n to seize quickly: to seize an opportunity, Xen.', 'key': 'o)culabe/w'}