Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
ὀξύνω
View word page
ὀξύκομος
ὀξύκομος ὀξύ-κομος, ον, with pointed leaves, of a pine, Anth.

ShortDef

with pointed leaves

Debugging

Headword:
ὀξύκομος
Headword (normalized):
ὀξύκομος
Headword (normalized/stripped):
οξυκομος
IDX:
23329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23353
Key:
o)cu/komos

Data

{'content': 'ὀξύκομος\n ὀξύ-κομος, ον,\n with pointed leaves, of a pine, Anth.', 'key': 'o)cu/komos'}