Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυντήρ
View word page
ὀξυκάρδιος
ὀξυκάρδιος ὀξῠ-κάρδιος, ον, καρδία = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.
ShortDef
quick to anger
Debugging
Headword:
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized):
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
οξυκαρδιος
IDX:
23328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23352
Key:
o)cuka/rdios
Data
{'content': 'ὀξυκάρδιος\n ὀξῠ-κάρδιος, ον,\n καρδία\n = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.', 'key': 'o)cuka/rdios'}