Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
View word page
ὀξύθυμος
ὀξύθυμος ὀξύ-θῡμος, ον, quick to anger, choleric, Eur., Ar., etc.: — sharp to punish, of the Areopagus, Aesch.: τὸ ὀξύθυμον, by crasis τοὐξύθυμον, ὀξυθυμία, Eur.
ShortDef
quick to anger, choleric
Debugging
Headword:
ὀξύθυμος
Headword (normalized):
ὀξύθυμος
Headword (normalized/stripped):
οξυθυμος
IDX:
23327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23351
Key:
o)cu/qumos
Data
{'content': 'ὀξύθυμος\n ὀξύ-θῡμος, ον,\n quick to anger, choleric, Eur., Ar., etc.: — sharp to punish, of the Areopagus, Aesch.: τὸ ὀξύθυμον, by crasis τοὐξύθυμον, ὀξυθυμία, Eur.', 'key': 'o)cu/qumos'}