Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
View word page
ὀξυθυμία
ὀξυθυμία ὀξῠθῡμία, ἡ, sudden anger, Eur. from ὀξύθῡμος

ShortDef

quick temper

Debugging

Headword:
ὀξυθυμία
Headword (normalized):
ὀξυθυμία
Headword (normalized/stripped):
οξυθυμια
IDX:
23326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23350
Key:
o)cuqumi/a

Data

{'content': 'ὀξυθυμία\n ὀξῠθῡμία, ἡ,\n sudden anger, Eur.\n from ὀξύθῡμος', 'key': 'o)cuqumi/a'}