Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
View word page
ἀναμάρτητος
ἀναμάρτητος ἁμαρτάνω without missing, unfailing, unerring, Xen. in moral sense, without fault, blameless, Plat., etc.; ἀν. πρός τινα or τινι having done no wrong to a person, Hdt.; ἀν τινός guiltless of a thing, Hdt.; τὸ ἀναμάρτητον innocence, Xen.:—adv. ἀν-αμαρτήτως, without fail, unerringly, Hdt.

ShortDef

without missing, unfailing, unerring

Debugging

Headword:
ἀναμάρτητος
Headword (normalized):
ἀναμάρτητος
Headword (normalized/stripped):
αναμαρτητος
IDX:
2334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2335
Key:
a)nama/rthtos

Data

{'content': 'ἀναμάρτητος\n ἁμαρτάνω\n without missing, unfailing, unerring, Xen.\n in moral sense, without fault, blameless, Plat., etc.; ἀν. πρός τινα or τινι having done no wrong to a person, Hdt.; ἀν τινός guiltless of a thing, Hdt.; τὸ ἀναμάρτητον innocence, Xen.:—adv. ἀν-αμαρτήτως, without fail, unerringly, Hdt.', 'key': 'a)nama/rthtos'}