Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
ὀξυλάλος
View word page
ὀξυδερκής
ὀξυδερκής ὀξῠ-δερκής, ές δέρκομαι quick-sighted, Hdt., Luc.
ShortDef
quick-sighted
Debugging
Headword:
ὀξυδερκής
Headword (normalized):
ὀξυδερκής
Headword (normalized/stripped):
οξυδερκης
IDX:
23322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23346
Key:
o)cuderkh/s
Data
{'content': 'ὀξυδερκής\n ὀξῠ-δερκής, ές\n δέρκομαι\n quick-sighted, Hdt., Luc.', 'key': 'o)cuderkh/s'}