Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλαβέω
View word page
ὀξύγοος
ὀξύγοος ὀξύ-γοος, ον, shrill-wailing, Aesch.
ShortDef
shrill-wailing
Debugging
Headword:
ὀξύγοος
Headword (normalized):
ὀξύγοος
Headword (normalized/stripped):
οξυγοος
IDX:
23321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23345
Key:
o)cu/gous
Data
{'content': 'ὀξύγοος\n ὀξύ-γοος, ον,\n shrill-wailing, Aesch.', 'key': 'o)cu/gous'}