Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
ὀξυκώκυτος
View word page
ὀξύγαλα
ὀξύγαλα ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό, sour milk, whey, Strab.
ShortDef
sour milk, whey
Debugging
Headword:
ὀξύγαλα
Headword (normalized):
ὀξύγαλα
Headword (normalized/stripped):
οξυγαλα
IDX:
23320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23344
Key:
o)cu/gala
Data
{'content': 'ὀξύγαλα\n ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό,\n sour milk, whey, Strab.', 'key': 'o)cu/gala'}