Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
ὀξύκομος
View word page
ὀξυβόας
ὀξυβόας ὀξῠ-βόης, ου, ὁ, βοάω shrill-screaming, Aesch.

ShortDef

shrill-screaming

Debugging

Headword:
ὀξυβόας
Headword (normalized):
ὀξυβόας
Headword (normalized/stripped):
οξυβοας
IDX:
23319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23343
Key:
o)cubo/as

Data

{'content': 'ὀξυβόας\n ὀξῠ-βόης, ου, ὁ,\n βοάω\n shrill-screaming, Aesch.', 'key': 'o)cubo/as'}