Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
ὀξύθηκτος
ὀξυθυμέω
ὀξυθυμία
ὀξύθυμος
ὀξυκάρδιος
View word page
ὀξυβελής
ὀξυβελής ὀξῠ-βελής, ές βέλος sharp-pointed, Il.
ShortDef
sharp-pointed
Debugging
Headword:
ὀξυβελής
Headword (normalized):
ὀξυβελής
Headword (normalized/stripped):
οξυβελης
IDX:
23318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23342
Key:
o)cubelh/s
Data
{'content': 'ὀξυβελής\n ὀξῠ-βελής, ές\n βέλος\n sharp-pointed, Il.', 'key': 'o)cubelh/s'}