Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
View word page
ἀναμάξευτος
ἀναμάξευτος ἁμαξεύω impassable for wagons, Hdt.

ShortDef

impassable for wagons

Debugging

Headword:
ἀναμάξευτος
Headword (normalized):
ἀναμάξευτος
Headword (normalized/stripped):
αναμαξευτος
IDX:
2333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2334
Key:
a)nama/ceutos

Data

{'content': 'ἀναμάξευτος\n ἁμαξεύω\n impassable for wagons, Hdt.', 'key': 'a)nama/ceutos'}