Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύδουπος
View word page
ὀξίνης
ὀξίνης ὀξίνης (ῐ), ου, ὁ, sharp, sour, tart, Ar.

ShortDef

sharp, sour, tart

Debugging

Headword:
ὀξίνης
Headword (normalized):
ὀξίνης
Headword (normalized/stripped):
οξινης
IDX:
23313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23337
Key:
o)ci/nhs

Data

{'content': 'ὀξίνης\n ὀξίνης (ῐ), ου, ὁ,\n sharp, sour, tart, Ar.', 'key': 'o)ci/nhs'}