Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
View word page
ὀξηρός
ὀξηρός ὀξηρός, ά, όν ὄξος of or for vinegar, Anth.
ShortDef
of or for vinegar
Debugging
Headword:
ὀξηρός
Headword (normalized):
ὀξηρός
Headword (normalized/stripped):
οξηρος
IDX:
23312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23336
Key:
o)chro/s
Data
{'content': 'ὀξηρός\n ὀξηρός, ά, όν\n ὄξος\n of or for vinegar, Anth.', 'key': 'o)chro/s'}