Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόας
ὀξύγαλα
View word page
ὀνύχινος
ὀνύχινος ὀνύχῐνος, η, ον ὄνυξ II made of onyx, Plut.

ShortDef

made of onyx

Debugging

Headword:
ὀνύχινος
Headword (normalized):
ὀνύχινος
Headword (normalized/stripped):
ονυχινος
IDX:
23310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23333
Key:
o)nu/xinos

Data

{'content': 'ὀνύχινος\n ὀνύχῐνος, η, ον\n ὄνυξ II\n made of onyx, Plut.', 'key': 'o)nu/xinos'}