Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
ὀξύα
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
View word page
ὄντως
ὄντως part. of εἰμί (sum) really, verily, Eur., etc.; ὄντως τε καὶ ἀληθῶς really and truly, Plat.
ShortDef
really, actually > εἰμί
Debugging
Headword:
ὄντως
Headword (normalized):
ὄντως
Headword (normalized/stripped):
οντως
IDX:
23308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23331
Key:
o)/ntws
Data
{'content': 'ὄντως\n part. of εἰμί (sum)\n really, verily, Eur., etc.; ὄντως τε καὶ ἀληθῶς really and truly, Plat.', 'key': 'o)/ntws'}