Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
ὀξηρός
ὀξίνης
ὀξίς
ὄξος
View word page
ὀνοτός
ὀνοτός ὀνοτός, ή, όν = ὀνοστός, Pind.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀνοτός
Headword (normalized):
ὀνοτός
Headword (normalized/stripped):
ονοτος
IDX:
23305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23328
Key:
o)noto/s
Data
{'content': 'ὀνοτός\n ὀνοτός, ή, όν\n = ὀνοστός, Pind.', 'key': 'o)noto/s'}