Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀξάλμη
View word page
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποιέω ὀνομᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω to coin names, Arist.

ShortDef

to coin names

Debugging

Headword:
ὀνοματοποιέω
Headword (normalized):
ὀνοματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ονοματοποιεω
IDX:
23301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23324
Key:
o)nomatopoie/w

Data

{'content': 'ὀνοματοποιέω\n ὀνομᾰτο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to coin names, Arist.', 'key': 'o)nomatopoie/w'}