Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὄντα
ὄντως
ὄνυξ
ὀνύχινος
View word page
ὀνοματολόγος
ὀνοματολόγος ὀνομᾰτο-λόγος, ον, λέγω telling peopleʼs names, Lat. nomenclator, Plut.
ShortDef
telling people's names
Debugging
Headword:
ὀνοματολόγος
Headword (normalized):
ὀνοματολόγος
Headword (normalized/stripped):
ονοματολογος
IDX:
23300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23323
Key:
o)nomatolo/gos
Data
{'content': 'ὀνοματολόγος\n ὀνομᾰτο-λόγος, ον,\n λέγω\n telling peopleʼs names, Lat. nomenclator, Plut.', 'key': 'o)nomatolo/gos'}