Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
View word page
ἀναμαιμάω
ἀναμαιμάω only in pres. to rage through, c. acc., Il.

ShortDef

to rage through

Debugging

Headword:
ἀναμαιμάω
Headword (normalized):
ἀναμαιμάω
Headword (normalized/stripped):
αναμαιμαω
IDX:
2331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2332
Key:
a)namaima/w

Data

{'content': 'ἀναμαιμάω\n only in pres.\n to rage through, c. acc., Il.', 'key': 'a)namaima/w'}