Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὄνος
ὀνοστός
ὀνοτάζω
ὀνοτός
View word page
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλήτωρ ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, καλέω one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.

ShortDef

one who announces guests by name

Debugging

Headword:
ὀνομακλήτωρ
Headword (normalized):
ὀνομακλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ονομακλητωρ
IDX:
23295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23318
Key:
o)nomaklh/twr

Data

{'content': 'ὀνομακλήτωρ\n ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ,\n καλέω\n one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.', 'key': 'o)nomaklh/twr'}