Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
ὀνομαστί
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
View word page
ὀνοβατέω
ὀνοβατέω ὀνο-βᾰτέω, fut. -ήσω βαίνω to have a mare covered by an ass, Xen.

ShortDef

to have a horse impregnated by a donkey

Debugging

Headword:
ὀνοβατέω
Headword (normalized):
ὀνοβατέω
Headword (normalized/stripped):
ονοβατεω
IDX:
23290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23313
Key:
o)nobate/w

Data

{'content': 'ὀνοβατέω\n ὀνο-βᾰτέω,\n fut. -ήσω\n βαίνω\n to have a mare covered by an ass, Xen.', 'key': 'o)nobate/w'}