Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὄνομα
View word page
ὀνικός
ὀνικός ὀνῐκός, ή, όν of or for an ass: ὀνικὸς μύλος, v. ὄνος III. 2.

ShortDef

of or for an ass

Debugging

Headword:
ὀνικός
Headword (normalized):
ὀνικός
Headword (normalized/stripped):
ονικος
IDX:
23287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23310
Key:
o)niko/s

Data

{'content': 'ὀνικός\n ὀνῐκός, ή, όν\n of or for an ass: ὀνικὸς μύλος, v. ὄνος III. 2.', 'key': 'o)niko/s'}