Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
View word page
ὄνθος
ὄνθος .ὄνθος, ὁ, the dung of animals, Il.

ShortDef

the dung

Debugging

Headword:
ὄνθος
Headword (normalized):
ὄνθος
Headword (normalized/stripped):
ονθος
IDX:
23285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23308
Key:
o)/nqos

Data

{'content': 'ὄνθος\n .ὄνθος, ὁ,\n the dung of animals, Il.', 'key': 'o)/nqos'}