Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
ὀνομαίνω
ὄνομαι
ὀνομακλήδην
View word page
ὀνήτωρ
ὀνήτωρ ὀνήτωρ, Doric ὀνάτωρ, ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, Pind.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνήτωρ
Headword (normalized):
ὀνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ονητωρ
IDX:
23284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23307
Key:
o)nh/twr

Data

{'content': 'ὀνήτωρ\n ὀνήτωρ, Doric ὀνάτωρ, ορος, ὁ,\n = ὀνήσιμος, Pind.', 'key': 'o)nh/twr'}