Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
ὀνομάζω
View word page
ὀνήσιμος
ὀνήσιμος ὀνήσιμος, ον, ὀνίνημι useful, profitable, beneficial, Aesch., Soph.: aiding, succouring, Soph.
ShortDef
useful, profitable, beneficial
Debugging
Headword:
ὀνήσιμος
Headword (normalized):
ὀνήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ονησιμος
IDX:
23281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23304
Key:
o)nh/simos
Data
{'content': 'ὀνήσιμος\n ὀνήσιμος, ον,\n ὀνίνημι\n useful, profitable, beneficial, Aesch., Soph.: aiding, succouring, Soph.', 'key': 'o)nh/simos'}