Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
ὀνοβατέω
View word page
ὀνηλάτης
ὀνηλάτης ὀν-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ, ἐλαύνω a donkey-driver, Dem.

ShortDef

a donkey-driver

Debugging

Headword:
ὀνηλάτης
Headword (normalized):
ὀνηλάτης
Headword (normalized/stripped):
ονηλατης
IDX:
23280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23303
Key:
o)nhla/ths

Data

{'content': 'ὀνηλάτης\n ὀν-ηλάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n ἐλαύνω\n a donkey-driver, Dem.', 'key': 'o)nhla/ths'}