Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνίς
View word page
ὀνεύω
ὀνεύω ὀνεύω, to draw up with a windlass (ὄνος III. 1), imperf. ὤνευον Thuc.

ShortDef

to draw up with a windlass

Debugging

Headword:
ὀνεύω
Headword (normalized):
ὀνεύω
Headword (normalized/stripped):
ονευω
IDX:
23279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23302
Key:
o)neu/w

Data

{'content': 'ὀνεύω\n ὀνεύω,\n to draw up with a windlass (ὄνος III. 1), imperf. ὤνευον Thuc.', 'key': 'o)neu/w'}