Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
View word page
ὀνειρόφρων
ὀνειρόφρων ὀνειρό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν versed in dreams and their interpretations, Eur.

ShortDef

versed in dreams and their interpretations

Debugging

Headword:
ὀνειρόφρων
Headword (normalized):
ὀνειρόφρων
Headword (normalized/stripped):
ονειροφρων
IDX:
23278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23301
Key:
o)neiro/frwn

Data

{'content': 'ὀνειρόφρων\n ὀνειρό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n versed in dreams and their interpretations, Eur.', 'key': 'o)neiro/frwn'}