Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
ὀνίδιον
ὀνικός
View word page
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφαντος ὀνειρό-φαντος, ον, appearing in dreams.

ShortDef

appearing in dreams

Debugging

Headword:
ὀνειρόφαντος
Headword (normalized):
ὀνειρόφαντος
Headword (normalized/stripped):
ονειροφαντος
IDX:
23277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23300
Key:
o)neiro/fantos

Data

{'content': 'ὀνειρόφαντος\n ὀνειρό-φαντος, ον,\n appearing in dreams.', 'key': 'o)neiro/fantos'}