Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγνόημα
ἄγνοια
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνότης
ἄγνυμι
ἀγνωμονέω
ἀγνωμοσύνη
ἀγνώμων
ἀγνωσία
ἀγνώς
ἄγνωστος
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
View word page
ἀγνωσία
ἀγνωσία ἀγνώς ignorance, Eur.; διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγν. from not knowing one another, Thuc.

ShortDef

ignorance

Debugging

Headword:
ἀγνωσία
Headword (normalized):
ἀγνωσία
Headword (normalized/stripped):
αγνωσια
IDX:
233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n233
Key:
a)gnwsi/a

Data

{'content': 'ἀγνωσία\n ἀγνώς\n ignorance, Eur.; διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγν. from not knowing one another, Thuc.', 'key': 'a)gnwsi/a'}