Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνήτωρ
ὄνθος
View word page
ὀνειροπόλος
ὀνειροπόλος ὀνειρο-πόλος, ὁ, πολέω one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.
ShortDef
interpreter of dreams
Debugging
Headword:
ὀνειροπόλος
Headword (normalized):
ὀνειροπόλος
Headword (normalized/stripped):
ονειροπολος
IDX:
23275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23298
Key:
o)neiropo/los
Data
{'content': 'ὀνειροπόλος\n ὀνειρο-πόλος, ὁ,\n πολέω\n one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.', 'key': 'o)neiropo/los'}